Ο δεκαπεντάχρονος Ιάσονας έρχεται αντιμέτωπος με το άσχημο πρόσωπο της κρίσης, όταν η οικογένειά του αναγκάζεται να μετακομίσει στη Σύμη, αφήνοντας πίσω φίλους και λοιπούς.
Η Γιάννα, όταν παίζει κιθάρα, πετάει στα σύννεφα. Ανταλλάσσει καθημερινά μηνύματα στο fb με τον black label και ξαφνιάζεται όταν μια μέρα τον «πετυχαίνει» στο απομακρυσμένο νησί όπου ζει.
Η Γιούλη ήθελε να γίνει μεγάλη ηθοποιός και είχε φτιάξει το καλύτερο στοχο-διάγραμμα, από το οποίο δεν παρέκκλινε ποτέ, ώσπου… η καρδιά της χτύπησε δυνατά για πρώτη φορά, μα για λάθος άνθρωπο.
Οι τρεις τους έμαθαν το τίμημα που κρύβει η διεκδίκηση της ευτυχίας, όταν δε δέχεσαι να συμβιβαστείς με τίποτα λιγότερο.
Love it or leave it, μωρό μου!
Ιάσονας: Τελικά, την πάτησα κι εγώ. Οκέι, θα συνέβαινε κάποτε και αυτό, φαντάζομαι. Τι τώρα, τι αργότερα. Είναι τόσο περίεργο αυτό το συναίσθημα… Σαν να μπαίνεις σε κάποιο ασανσέρ που μία σε ανεβάζει και μία σε κατεβάζει, άλλες φορές πηγαίνει όροφο όροφο και άλλες φορές το κάνει απότομα κι εσύ βρίσκεσαι έρμαιο ενός φρενήρους πεταρίσματος.
Γιάννα: Η σιλουέτα του Ιάσονα διαγράφεται μέσα από την ανοιχτόχρωμη κουρτίνα. Βγαίνει από τη σκιά και μου χαμογελά. Όλα έχουν την αίσθηση ενός ονείρου που βλέπω ξανά και ξανά κι εγώ φοβάμαι να ξυπνήσω.
Γιούλη: Με φίλαγε και μ’ έπιανε τόσο άγρια που με ρήμαζε. Ναι, έτσι ένιωθα, ρημαγμένη. Αν τότε έβαζα ένα τέλος, θα μπορούσα να είχα προλάβει τα χειρότερα. Δε σταμάτησα, η ηλίθια.