Ένα βράδυ η ψυχαρίδα έρχεται στο σπίτι.
Τι θα μπορούσε να είναι; Μια πεταλούδα γύρω από το φως; Ή μια ψυχή που αποζητά τη λύτρωση;
Σε κανέναν δε μιλούσε, κανέναν δεν πείραζε, και δεν έμαθε κανείς από πού ήρθε κι από πού κρατούσε η σκούφια του. Και το πιο περίεργο; Ουδείς νοιάστηκε ποτέ γι’ αυτόν, ούτε και τον αναζήτησε ποτέ κανένας.
Ένας αδύναμος γεροντάκος, φτωχοντυμένος, που έζησε σαν ασκητής. Ήταν τρελός; Ούτε αυτό είναι εύκολο να απαντηθεί. Πάντως, πάσχιζε να κρατήσει μέχρι τέλους το φοβερό, ένοχο μυστικό του.
Η ψυχή είναι πνοή Θεού. Ιερή κι αθάνατη. Ποτέ της δεν πεθαίνει η ψυχή. Και όταν έρθει η στιγμή να τελειώσει το ζωντανό που την κουβαλάει, εκείνη φεύγει, αλλά δε χάνεται. Γίνεται πεταλούδα που τριγυρνά στους κάμπους και στα λιβάδια μέχρι να έρθει η ώρα να γεννηθεί ένα άλλο ζωντανό, οπότε τρέχει και χώνεται μέσα του.