Πόσο να μετρά μια επιτυχία και μια αποτυχία; Σίγουρα όχι μηδέν, γιατί μαζί μετρούν δυο προσπάθειες! Έτσι μετρούσε τους αγώνες του ο απροσκύνητος ως τα γεράματά του Κωσταντής-Αγάς, που ’χε πάρει το παρατσούκλι του από έναν παμπάλαιο άξιο πρόγονό του, κι εκείνος επίσης σε μια δραματική πρώτη νύχτα του γάμου, όπου ο Τούρκος Αγάς γλεντούσε με ξένη νύφη… μια Ρωμιοπούλα!
Μια φοιτητοπαρέα είχε σαγηνευτεί από τον θρυλικό Κωσταντή-Αγά• την καλόγνωμη «απλότη» του Παναή• τις προσπάθειες των δυο δασκάλων που ’σπρωχναν κι αυτοί, στα νιάτα τους, τον ξεσηκωμό των καματερών ζευγάδων• τα εκλαϊκευμένα επιστημονικά καρυκεύματα του γιατρού που νοστίμιζαν την υπαρξιακή τους αγωνία.
Πώς αλλιώς να εξηγούσε και την απόφαση της κοπέλας να παρατήσει σύξυλο τον φίλο της στην πλατεία, φεύγοντας μ’ έναν άγνωστό της, τον Γιαννάκη της φοιτητοπαρέας;
Όσα σταφύλια κι αν φας, δεν μεθάς. Το κρασί τους, όμως, σε στέλλει σ’ άλλους κόσμους. Σ’ άλλο κόσμο πήγαινε τώρα κι ο Κωσταντής-Αγάς μ’ όλα τ’ αναπάντεχα απόψε, συμπυκνωμένο βαρύ κρασί. Νοθεμένο κρασί. Που σου σαλεύει τον νου. Χάνεται η ψυχή σου. Παραλύει το κορμί σου. Πεθαίνεις…!
Να ζεις και να σε φοβάται ο Χάρος. Να πεθαίνεις και να μην φοβάσαι τον Χάρο.
Ο λιγόλαλος δάσκαλος έμαθε στο μολύβι του να πυροβολεί λέξεις κι έγραψε ένα μυθιστόρημα για το άδικο όσων ίδρωναν να θρέψουν εκείνους που δεν έγραφαν τίποτα, για τον ιδρώτα αυτών που τους έθρεφαν. Παλιά ήταν οι αφέντες κι οι δούλοι, σήμερα οι μοχτορουφήχτρες κι οι φτωχοί άνθρωποι της γης του εύφορου χωριού Διουσφεά – η αιώνια αντίφαση μες στις κοινωνίες τ’ ανθρώπου, που ο χορτασμένος δεν πιστεύει τον πεινασμένο.