«Tον σκότωσα για να φύγει το κακό. Να σωθούμε εγώ κι η μάνα μου».
Αντώνης
«Πήρα δύναμη. Τώρα όλοι με υπολογίζουν».
Ανδρέας
«Δεν ήθελα να πεθάνω γι’ αυτό τον σκότωσα».
Ιωσήφ
«Όμως εκείνη τα έφταιγε όλα που με έφερε στον κόσμο και τυραννιζόμουνα έτσι».
Αριστείδης
«Ήμουνα δεσμευμένος μαζί της… Δεν είχα εαυτό… Ήμουνα το όργανό της… Όταν
έπαιζα κιθάρα, τα χέρια μου ήταν τα δικά της χέρια».
Νίκος
«Τον ψυχοπαθή τον κλείνουν και του περνάνε ρεύμα στο κεφάλι και τον
σκοτώνουνε επειδή φοβούνται ότι θα κάνει έγκλημα».
Βασίλης
Τι σημαίνει ο φόνος της μητέρας ή του πατέρα όταν
διαπράττεται από ένα άτομο με σχιζοφρένεια;
Μια ψυχολογική μελέτη που επιχειρεί να διερευνήσει το νόημα ενός ακατανόητου και
παράλογου σε πρώτη όψη εγκλήματος. Η τάση συγχώνευσης με τον άλλον, η
παλινδρόμηση στη μακαριότητα μιας μη διαφοροποιημένης ύπαρξης, η ανάγκη
συντριβής του απειλητικού άλλου, το λογικό και το παράλογο, η επιθυμία ζωής αλλά
και η επιθυμία θανάτου, έτσι όπως εκφράζονται μέσα από αυτόν το φόνο,
αποκαλύπτουν με ένα συνταρακτικό τρόπο βαθιά καταχωνιασμένες μέσα στον καθένα
μας αλήθειες.
Το βιβλίο αυτό είναι προϊόν μιας έρευνας στο χώρο της
Εγκληματολογικής Ψυχολογίας. Αναφέρεται στην ψυχοδυναμική μελέτη μιας ομάδας
ατόμων με σχιζοφρένεια που οι περισσότεροι φόνευσαν τη μητέρα ή τον πατέρα τους.
Πόσο παράλογος είναι ο φόνος αυτός; Αποτελεί πράγματι, όπως συνήθως
υποστηρίζεται, μια πράξη αναίτια, προϊόν μιας ψυχοπαθολογικής ενόρμησης,
απροσπέλαστη στην κατανόηση;
Ξεκινώντας από τη βασική υπόθεση ότι η πράξη αυτή είναι συνεπής με μια δική της
κρυμμένη λογική, η έρευνα αυτή επιχειρεί να διεισδύσει στα άδυτα μιας
ακατανόητης σε πρώτη όψη συμπεριφοράς και να αποκρυπτογραφήσει τη σημασία της.
Η διαπλοκή της τρέλας με την καταστροφή, λειτουργώντας σαν ένας μεγεθυντικός
καθρέφτης, φανερώνει πολύτιμες στην αληθινότητά τους πτυχές του ανθρώπινου
ψυχισμού.