Μπαίναμε στις στεριές της Πηνελόπης και αμπαρώναμε πίσω μας μια Ελλάδα άλλη.
Μια Ελλάδα που δεν υπήρχε ποτέ.
Σκαμπανεβάζαμε τα άστρα ώσπου να χάνονταν αντίκρυ στα διχαλωτά βουνά της Ανδρομάχης.
Οι άνθρωποι σταματούσαν ανάλογα με τα φεγγάρια ή τους ανέμους
Σαν κουρασμένες πυγολαμπίδες.
Με τον Αινεία κουβαλούσαμε το απόσταγμα του κρασιού και αγκαλιάζαμε τη σελήνη σαν γυναίκα.
Χτυπημένοι από το πονηρό βλέμμα του Δία, το κρασί και από τις στεριές που αργούσαν να φανούν.