Νεαρή γυναίκα για να αναλάβει τη φροντίδα τετράχρονου αγοριού. Πρέπει να είναι χαρωπή, ενθουσιώδης και αλτρουίστρια – στα όρια του μαζοχισμού. Πρέπει να ξετρελαίνεται με την ιδέα να περνάει δεκαέξι ώρες με ένα παιδάκι προσχολικής ηλικίας το οποίο εσκεμμένα στερείται τον ύπνο. Πρέπει να το χαίρεται όταν τη φτύνουν -κυριολεκτικά και μεταφορικά- όλα τα μέλη της οικογένειάς του. Πρέπει να απολαμβάνει την προοπτική να πληρώνεται όταν το θυμάται η εργοδότρια και να αντιμετωπίζει την όλη κατάσταση ως μια ευχάριστη περιπέτεια. Και κυρίως πρέπει να το απολαμβάνει όταν της φέρονται σαν να είναι σκουπίδι που το παρέσυρε ο αέρας και το έριξε τυχαία πάνω στη σινιέ τσάντα της προαναφερθείσας εργοδότριας. Όσες θεωρούν προσωπική προσβολή τα πιο πάνω ας μην κάνουν τον κόπο να επικοινωνήσουν.
Παλεύοντας να αποφοιτήσει από το πανεπιστήμιο και να καλύψει τα έξοδά της, η Νταντά αναλαμβάνει τη φροντίδα του μοναχογιού της εύπορης οικογένειας Χ. Σύντομα μαθαίνει τι είδους απίστευτος αγώνας απαιτείται ώστε μια γυναίκα που ζει στην ακριβότερη περιοχή της Νέας Υόρκης και δεν εργάζεται, δε μαγειρεύει, δε συγυρίζει και δε φροντίζει για την ανατροφή του ίδιου της του παιδιού να μπορεί να περνάει τη μέρα της χωρίς προβλήματα κι ανησυχίες.
Η Νταντά είναι παγιδευμένη σε μια κατάσταση όπου καταλύεται κάθε έννοια ανθρώπινης αξιοπρέπειας και ήθους: η εργασία της για λογαριασμό της οικογένειας Χ καταλήγει σε έναν αγώνα για ισορροπία πάνω σε τεντωμένο σκοινί, καθώς ταυτόχρονα προσπαθεί να διατηρήσει την πνευματική υγεία του τετράχρονου γιου των εργοδοτών της, αλλά και την ακεραιότητά της και, το πιο σημαντικό, την αίσθηση του χιούμορ που διαθέτει.
Στη διάρκεια εννέα μηνών γεμάτων ένταση η κυρία Χ και η Νταντά περνάνε από όλα τα στάδια του πανάρχαιου τελετουργικού της επιβολής εξουσίας, δοκιμάζοντας τα όρια μιας σχέσης που θα μπορούσε να θεωρηθεί και μια σύγχρονη μορφή δουλείας.
Το βιβλίο Το Ημερολόγιο μιας Νταντάς αποτελεί ένα δηκτικό σχόλιο σχετικά με τον τρόπο εθιμοτυπίας, με τον οποίο οι προνομιούχοι της Αμερικής μεγαλώνουν τα προνομιούχα (;) βλαστάρια τους, σαν να τα προετοιμάζουν για να συμμετάσχουν σε κάποια επίδειξη. Γραμμένη από δύο πρώην νταντάδες, αυτή η κωμική και ταυτόχρονα καυστική σάτιρα δείχνει μια άλλη πλευρά της ζωής της ανώτερης τάξης του Μανχάταν.