Η νεαρή Νεοϋορκέζα Μπετ Ρόμπινσον, απόφοιτη του
Πανεπιστημίου Έμορι, έχει μια υψηλά αμειβόμενη αλλά φριχτά βαρετή θέση σε κάποια
τράπεζαεπενδύσεων. Οι γονείς της, παλιοί χίπηδες, την παροτρύνουν να ασχοληθεί
με κάτι πιο ουσιαστικό, αλλά η Μπετ μένει πιστή στη ρουτίνα της, μέχρι που
παραιτείται, θυμωμένη με το ανόητο αφεντικό της.Έπειτα από λίγες βδομάδες
γεμάτες τεμπελιά, τηλεόραση και παιχνίδια με το σκυλάκι της, τη Μίλινγκτον, ο
θείος της Μπετ, γνωστός αρθρογράφος, της βρίσκει δουλειά σε μια ανερχόμενη
εταιρεία δημοσίων σχέσεων. Η μόνη υποχρέωση της Μπετ φαίνεται πως είναι να
ξενυχτάει μέχρι τελικής πτώσεως και να τροφοδοτεί με κουτσομπολιά τις κοσμικές
στήλες. Έτσι, από το πουθενά, γίνεταιη βασίλισσα των πάρτι του ματαιόδοξου
Μανχάταν και κατακτά μια θέση στην «καλή» κοινωνία, μέχρι που αντιλαμβάνεται ότι
κινδυνεύει να χάσει τους φίλους της, την οικογένειά της και ίσως το μοναδικό
αγόρι που αξίζει να είναι στο πλευρό της.
«Έχεις ακουστά τον οίκο Hermes,
σωστά;»
Έγνεψα καταφατικά. «Φυσικά. Ο θείος μου φοράει τις γραβάτες
τους συνεχώς».
«Ναι, καλά, πολύ πιο σημαντικές από τις γραβάτες τους είναι
οι τσάντες τους.
Η πρώτη τεράστια επιτυχία τους ήταν η τσάντα
Kelly, που πήρε το όνομά της από την Γκρέις Κέλι που
τη λάνσαρε. Αλλά η ακόμα μεγαλύτερη επιτυχία –και χίλιες φορές πιο μοναδική–
είναι η Birkin». Με κοίταξε γεμάτη προσμονή, και
πρόλαβα να πω μέσα από τα δόντια μου: «Μμμ, είναι πανέμορφη.
Πραγματικά πολύ ωραία τσάντα».
Η Ελίζα αναστέναξε. «Φυσικά και είναι. Η συγκεκριμένη
πρέπει να φτάνει τα είκοσι χιλιάρικα. Και τα αξίζει μέχρι δεκάρας τα λεφτά της».
Πήρα μια τόσο γρήγορη ανάσα, που στραβοκατάπια και πνίγηκα.
«Πόσο κάνει; Με δουλεύεις. Αδύνατο!
Είναι μια τσάντα».
«Δεν είναι μια τσάντα, Μπετ, είναι τρόπος ζωής. Θα έδινα
και την ψυχή μου
για να αποκτήσω μία».