Η δεκατριάχρονη Τάνια αναγκάζεται να μείνει για λίγες μέρες
στο σπίτι της γιαγιάς της, στην εξοχή. Είναι βέβαιη ότι την περιμένουν
ατέλειωτες στιγμές αφόρητης βαρεμάρας κι εκνευρισμού, όμως εκεί ανακαλύπτει ένα
άλυτο μυστήριο.
Πριν από πενήντα χρόνια εξαφανίστηκε στο κοντινό δάσος ένα κορίτσι, για το οποίο
η γιαγιά της, η Φλωρεντία, είναι ιδιαίτερα απρόθυμη να πει το παραμικρό. Όμως ο
Φάμπιαν, ο γιος του επιστάτη του παλιού αρχοντικού, σχεδόν συνομήλικος της
Τάνιας, βασανίζεται από αυτή την περίεργη υπόθεση, γιατί ο παππούς του, ο Έιμος,
ήταν ο τελευταίος άνθρωπος που είδε ζωντανή την κοπέλα που εξαφανίστηκε. Παρότι
ο Έιμος δεν κατηγορήθηκε ποτέ ανοιχτά, όλοι στην περιοχή υποπτεύονταν ότι ήξερε
κάτι παραπάνω, ότι αυτός ευθυνόταν για το χαμό του κοριτσιού.
Ο Φάμπιαν και η Τάνια αποφασίζουν να ανακαλύψουν την αλήθεια. Ωστόσο, η Τάνια
έχει κι εκείνη ένα μεγάλο μυστικό: μπορεί να βλέπει τις νεράιδες και τα ξωτικά.
Θα τους βοηθήσει αυτό το χάρισμα να λύσουν την ως τότε ανεξιχνίαστη εξαφάνιση;
Σύντομα οι δύο φίλοι απειλούνται και βρίσκονται αντιμέτωποι με έναν τεράστιο
κίνδυνο. Υπάρχει περίπτωση να επαναληφθεί η απαίσια ιστορία του αρχοντικού;
«Ξύπνησε απότομα και με την ακλόνητη αίσθηση ότι δεν ήταν
μόνη της στο δωμάτιο. Το πρώτο που σκέφτηκε ήταν πως είχαν έρθει τα ξωτικά, αλλά
μόλις το μισοκοιμισμένο της μυαλό συγκεντρώθηκε, συνειδητοποίησε ότι δεν υπήρχε
τίποτα που να υποδήλωνε την παρουσία τους. Στο δωμάτιο επικρατούσε απόλυτη
σιωπή. Δεν ακουγόταν ούτε χτύπημα φτερών ούτε ψίθυροι, ούτε είχε αυτή την
παράξενη μυρωδιά της γης στα ρουθούνια της. Ήταν μόνη της, αυτή και το αδειανό,
αφιλόξενο δωμάτιο. (…)
»Αμέσως μετά πάγωσε, καθώς άκουσε κάτι μέσα στο σκοτάδι, έναν ήχο σαν το απαλό
σούρσιμο ενός φιδιού. Κάτι που γλιστρούσε αργά και σταθερά· με ακρίβεια, με
προσοχή. Αυτός ο θόρυβος την είχε ξυπνήσει, ήταν απολύτως σίγουρη».