Είναι καλύτερα να μη ζεις παρά να μην αγαπάς. Η δυστυχία μου έχει γίνει ρουτίνα, κανείς δεν την καταλαβαίνει πια. Δεν μπορώ πλέον να κοιμηθώ. Αισθάνομαι εγωίστρια. Συνέχεια προσπαθώ να εντυπωσιάσω τους άλλους, σαν να είμαι ακόμα παιδί. Κλαίω μόνη μου και χωρίς λόγο στο μπάνιο. Έκανα έρωτα με όρεξη μόνο μία φορά εδώ και πολλούς μήνες – και ξέρεις καλά για ποια μέρα μιλάω. Σκέφτηκα πως όλα αυτά δεν είναι παρά μια τελετή ενηλικίωσης, συνέπεια του ότι είμαι πάνω από τριάντα χρονών, όμως η εξήγηση αυτή δεν είναι αρκετή.
Νιώθω πως χαραμίζω τη ζωή μου, πως μια μέρα θα κοιτάξω πίσω μου και θα μετανιώσω για όλα όσα έκανα. Εκτός από το ότι σε παντρεύτηκα και απέκτησα τα όμορφα παιδιά μας.
«Μα αυτό δεν είναι το πιο σημαντικό;»
Για πολλούς ανθρώπους ναι. Για μένα όμως όχι.
Η Λίντα είναι τριάντα ενός χρονών και στα μάτια όλων των άλλων η ζωή της φαίνεται τέλεια: ζει στην Ελβετία, μια από τις ασφαλέστερες χώρες στον κόσμο, έχει ένα στέρεο και σταθερό γάμο, έναν άντρα που την αγαπάει, γλυκά και καλά παιδιά και μια δουλειά ως δημοσιογράφος για την οποία δεν μπορεί να παραπονιέται.
Ωστόσο, αρχίζει να αμφισβητεί τη ρουτίνα και την προβλεψιμότητα της ζωής της. Δεν μπορεί πια να αντέξει την προσπάθεια που αναγκάζεται να κάνει ώστε να προσποιείται ότι είναι ευτυχισμένη, ενώ στην πραγματικότητα το μόνο που νιώθει για τη ζωή είναι απέραντη απάθεια.
Όλα αυτά αλλάζουν, μόλις συναντά έναν παλιό της έρωτα από τα εφηβικά της χρόνια. Ο Ζακόμπ είναι πια πετυχημένος πολιτικός και, όταν εκείνη πηγαίνει να του πάρει συνέντευξη, καταφέρνει να της ξυπνήσει κάτι που η ίδια είχε καιρό να νιώσει: πάθος.
Τώρα, θα κάνει ό,τι μπορεί για να κατακτήσει αυτό τον άπιαστο έρωτα και θα αναγκαστεί να κατέβει στο βάθος του πηγαδιού των ανθρώπινων συναισθημάτων ώστε να βρει επιτέλους τη λύτρωσή της.