Όλοι έχουμε όνειρα – πράγματα που οραματιζόμαστε αλλά δεν καταφέρνουμε πάντα να υλοποιήσουμε. Αυτή είναι η ιστορία του ονείρου της Αζάρ Ναφίζι, που ενώ έζησε μέσα στον εφιάλτη κατάφερε να κάνει το όνειρο πραγματικότητα.
Το Διαβάζοντας τη Λολίτα στην Τεχεράνη είναι μια απόδειξη της δύναμης της τέχνης και της ικανότητάς της να μεταμορφώνει τη ζωή των ανθρώπων.
Επί δύο ολόκληρα χρόνια, πριν εγκαταλείψει την Τεχεράνη το 1997, η Ναφίζι συγκέντρωνε στο σπίτι της, κάθε Πέμπτη πρωί, εφτά νέες γυναίκες, όλες πρώην φοιτήτριές της στο πανεπιστήμιο, για να διαβάσουν και να συζητήσουν απαγορευμένα έργα της δυτικής λογοτεχνίας. Στην αρχή, όλες ήταν ντροπαλές και αμήχανες, ασυνήθιστες στο να εκφέρουν γνώμη, γρήγορα όμως άρχισαν να ανοίγονται και να μιλούν πιο ελεύθερα, όχι μόνο για τα μυθιστορήματα που διάβαζαν αλλά και για τον εαυτό τους, τα όνειρά τους και τις απογοητεύσεις τους.
Η φωτεινή αφήγηση της Ναφίζι ανασυνθέτει με τον πιο συναρπαστικό τρόπο το χρονικό του πολέμου Ιράν-Ιράκ, όπως τον έζησαν στην Τεχεράνη, αποκαλύπτοντάς μας παράλληλα -και από πρώτο χέρι- άγνωστες πλευρές της ζωής των γυναικών στο μετεπαναστατικό Ιράν. Πρόκειται για ένα έργο εξαιρετικού πάθους και ποιητικής ομορφιάς, γραμμένο με ύφος που ξαφνιάζει με την πρωτοτυπία του.
Η αφήγηση της Ναφίζι κάνει φλας μπακ στις πρώτες μέρες της Επανάστασης, όταν άρχισε να διδάσκει στο Πανεπιστήμιο της Τεχεράνης, εν μέσω διαδηλώσεων και διαμαρτυριών. Εκείνες τις μέρες της φρενίτιδας, οι φοιτητές έκαναν κατάληψη στο πανεπιστήμιο, απέπεμψαν μέλη του διδακτικού προσωπικού και «εξάγνισαν» τη διδακτέα ύλη.
Όταν ένας ριζοσπάστης ισλαμιστής στην τάξη της Ναφίζι αμφισβήτησε την απόφασή της να διδάξει το Ο Υπέροχος Γκάτσμπι, θεωρώντας ότι το βιβλίο κήρυττε τα ψέμματα του «Φοβερού Σατανά», εκείνη αποφάσισε να του επιτρέψει να δικάσει τον Γκάτσμπι, αναλαμβάνοντας η ίδια το ρόλο του μοναδικού μάρτυρα υπεράσπισης του βιβλίου.