H Χουρέµ, παρά τη δύναµη και τη µεγαλοπρέπειά της, βασανίζεται, όπως όλες οι γυναίκες που νιώθουν τρικυµία στην ψυχή τους, από τους φόβους που καλλιεργήθηκαν από τις τραγωδίες του παρελθόντος. Έπειτα από λίγα ευτυχισµένα παιδικά χρόνια αναγκάστηκε να παλέψει µε τα ατελείωτα τραύµατα που έγιναν αιτία να αντιµετωπίσει µε άλλο τρόπο τη ζωή. Την απάγουν, την πουλούν, τη δέρνουν, την εξευτελίζουν, τη βιάζουν.
Αντί να υποταχθεί στα γεγονότα, εκείνη προτίµησε να αγωνιστεί. Οι πίκρες που έζησε τροφοδοτούν τα κίνητρα της εκδίκησης και της απληστίας. Όµως πιάνεται στη δαγκάνα των φυσικών ορµών που δεν µπορεί να τις οµολογήσει ούτε στον εαυτό της. Είναι συναισθηµατική για να µπορεί να ερωτευτεί και µητρική για να χτυπά η καρδιά της µόνο για τα παιδιά της. Είναι δηλαδή γυναίκα. Η οµορφιά της και το γεγονός ότι έγινε σύζυγος του πιο ισχυρού άντρα στον κόσµο, του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπή, είναι φυσικό να δηµιουργούν άσπονδους εχθρούς γύρω της. Είναι αναγκασµένη να προστατέψει τον εαυτό της και τα παιδιά της από τους εχθρούς. Με όποιο αντίτιµο χρειαστεί.
Η Χουρέµ έχασε την ευτυχία από το βράδυ της απαγωγής της. Από τη µέρα που µάζεψε ό,τι απέµεινε από το σπίτι της και τα έβαλε σε ένα σάκο λέγοντας “αυτή είναι η προίκα µου”. Το βράδυ που έσβησαν το όνοµα και το παρελθόν της και την ξέχασαν πεταµένη σε µια γωνιά. Τότε είχε ορκιστεί: “Δε θα µε πετάξει και δε θα µε ξεχάσει κανείς”. Ήταν πια η όµορφη σύζυγος του σουλτάνου Σουλεϊµάν. Τώρα είχε φτάσει η στιγµή να γίνει η ισχυρή µάνα
του Οθωµανού σουλτάνου. Θα γινόταν η Χουρέµ σουλτάνα και το όνοµά της θα αναγραφόταν στις µαρµάρινες επιγραφές των µνηµείων. Το όνοµά της το συζητούσαν αδιάκοπα σε όλες τις Αυλές των ηγεµόνων της Ευρώπης!
Αυτό που είχε σηµασία ήταν η εξουσία, η δύναµη! Η ευτυχία, αν υπάρχει, είναι εφήµερη. Η δύναµη όµως είναι ισότιµη µε την αιωνιότητα. Η Χουρέµ µπορεί να έζησε δυστυχισµένη, αλλά δε θα την ξεχνούσε κανείς.