Ήταν αιχμάλωτή του. Ο Αλέξανδρος τη διάλεξε για γυναίκα του.
Έχοντας κατακτήσει τη Μικρά Ασία, τη Συρία και την Αίγυπτο, ο Αλέξανδρος ετοιμάζεται να επιτεθεί στο τελευταίο περσικό οχυρό, όταν σαγηνεύεται από την εξαίσια ομορφιά της κόρης του σατράπη της Βακτριανής, της εκθαμβωτικής Ρωξάνης. Στα δεκαεφτά της, η Ρωξάνη θα γίνει βασίλισσα μιας απέραντης αυτοκρατορίας. Αν και λιγότερο γνωστή από τη Στάτειρα, τη δεύτερη σύζυγο, η Ρωξάνη είναι η γυναίκα που θα αγαπήσει ο Αλέξανδρος. Θα κρατήσει τη θέση της ανάμεσα σε σκληροτράχηλους πολεμιστές και θα ακολουθήσει τον Αλέξανδρο σε όλες του τις εκστρατείες από το έπος της Ινδίας έως την έρημο της Γεδρωσίας.
Μέσα από τη ματιά της ερωτευμένης γυναίκας, ζωντανεύουν τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του Αλέξανδρου, μέχρι τη μέρα που, δώδεκα χρόνια μετά το θάνατό του, εκείνη θα δολοφονηθεί μαζί με το γιο της…
«Μπήκαν και κοντοστάθηκαν καταμεσής του δωματίου, έκπληκτοι που βρήκαν κάποιον ζωντανό. Δύο άντρες με άτριχο πιγούνι: δύο ξένοι. Δεν τολμούν να προχωρήσουν. Κάθε τους βήμα αφήνει κι από ένα ματωμένο αποτύπωμα στο δάπεδο. Ο πρώτος με κοιτάζει επίμονα. Ο δεύτερος, αν και κοντύτερος, μου τραβά την προσοχή. Το χρυσαφένιο κράνος του είναι στολισμένο με ένα λοφίο από φτερά. Με παρατηρεί διαφορετικά. Λοξά. Σαν να περιμένει να ακούσει τον ήχο της φωνής μου, ενώ εγώ σωπαίνω. Ίσως αυτός ο άντρας να είναι ο δολοφόνος του πατέρα και του αδερφού μου. Μήπως το αίμα των δικών μου έχει αφήσει κάποιο εφήμερο ίχνος κάτω από τα σανδάλια του;
Εφήμερο για το φονιά, ανεξίτηλο για εμένα… Έπρεπε να τον μισώ, κι όμως με διακατέχει τόση περιέργεια και έλξη, που δε σκέφτομαι καν να τον εριφρονήσω. Το στιλέτο γλιστρά από τα χέρια μου που έχουν παγώσει από το φόβο. Κανείς δεν τόλμησε να έρθει να το πάρει. Ούτε να με πλησιάσει, άλλωστε. Όταν ανασηκώνω τα μάτια, τα βλέφαρα του οπλισμένου άντρα χαμηλώνουν, δίνοντάς μου την εντύπωση ότι με σέβεται».