Είχε όνειρα η Φωτεινή, απλά, ανθρώπινα, που αυτή η ζωή σε
κανέναν δεν απαγορεύει και οποιοσδήποτε μπορεί να τα φανταστεί όπως του αρέσει.
Κι όπως πάντα οι άνθρωποι κάνουν όνειρα για κάτι που δυσκολεύονται να πιάσουν –
τέτοια όνειρα έκανε και η Φωτεινή. Κάποιος να την αγαπήσει, να την πάει νύφη με
άσπρο νυφικό, ν’ ανέβει τα σκαλιά της εκκλησίας. Να δει τον άντρα της
ευτυχισμένο κι εκείνος να την πάρει και να πάνε γαμήλιο ταξίδι. Πού; Δεν είχε
σκεφτεί· άλλωστε, εκτός από τη διαδρομή Pουφ-Oμόνοια παραπέρα δεν είχε
ταξιδέψει.
Πικρός όμως και καθημερινός ο καημός, να προσπαθείς να πιάσεις το αυτονόητο στη
ζωή. Αλλά να μην το φτάνεις. Από την άλλη, οι ευνοούμενοι της ζωής να ’χουν στα
πόδια τους το αυτονόητο και να το κλοτσάνε.
Το κοινωνικό μυθιστόρημα Ομονοίας και Πειραιώς Γωνία δείχνει μια αφώτιστη
πλευρά των ανθρώπων με ειδικές ανάγκες. Tην υπερηφάνειά τους.
– Μάνα, τι θα το κάνουμε το βιολί;
– Θα μάθεις να το παίζεις εσύ, απάντησε η μάνα του.
– Γιατί, τι μου χρειάζεται;
– Θα το χρειαστείς, του απάντησε η μάνα του, για όταν πας να μείνεις στην Πάτρα
με τη νονά σου.
Αυτό το ήξερε, του το είχαν πει κι άλλες φορές. Μόλις μεγάλωνε θα τον αναλάμβανε
η νονά. Θα του μάθαινε δουλειά που θα την ασκούσε στην Πάτρα. Θα έτρωγε μέχρι να
χορτάσει. Θα του εξασφάλιζε η νονά ύπνο, επιπλέον θα του έβαζε και λεφτά στην
μπάντα.
– Οργανοπαίχτης είναι η δουλειά που θα κάνω, μάνα; τη ρώτησε ο Φρίξος.
– Ναι, παιδί μου, του απάντησε η μάνα του.