Μια γυναίκα, με το όνομα Φλαβία Ιουλία Ελένη, γεννιέται σε
μια ανατολική επαρχία της τότε Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, γύρω στα μέσα του 3ου
αιώνα μ.Χ. Το όνομά της, Ελένη, προέρχεται από την ελληνική λέξη Ήλιος, που
σημαίνει γιος του φωτός.
Στο λόφο του μαρτυρίου του Ιησού, τον Γολγοθά, η Ελένη και ο πατριάρχης Μακάριος
έχτισαν το Ναό της Αναστάσεως, μετά την εύρεση εκεί του Τιμίου Σταυρού.
Ένας Εβραίος, ονόματι Ιούδας (Άγιος Κυριάκος), πρότεινε να καθαριστεί το μέρος
από τα απορρίμματα που είχαν συσσωρευτεί στο λόφο και στα σπήλαια της περιοχής
εδώ και τρεις αιώνες.
Η Ελένη διέταξε να ξεκινήσουν ανασκαφές, πεπεισμένη ότι ο ναός της Αφροδίτης,
που χτίστηκε από τον αυτοκράτορα Αδριανό, είχε φτιαχτεί με σκοπό να
απομακρυνθούν οι χριστιανοί από τον τόπο λατρείας τους και να παραιτηθούν από
την προσπάθεια αναζήτησης του τάφου του Κυρίου. Ο Ιούδας είχε απόλυτη πεποίθηση
ότι θα έβρισκαν το σταυρό κοντά στη σπηλιά όπου είχε τοποθετηθεί το σώμα του
Ιησού, στηριζόμενος στο έθιμο να θάβουν τους νεκρούς μαζί με τα όπλα θανάτωσής
τους.
Κατά τη διάρκεια των ανασκαφών, βρέθηκαν τρεις σταυροί σε μια σπηλιά, μαζί με τα
καρφιά, καθώς και η επιγραφή «Βασιλεύς των Ιουδαίων». Για να αποφανθούν ποιος
ήταν ο σταυρός του Ιησού, έφεραν μια ετοιμοθάνατη λεπρή γυναίκα και την έβαλαν
να αγγίζει κάθε μέρα από ένα σταυρό. Τη μέρα που τα σημάδια της αρρώστιας της
εξαφανίστηκαν, μεμιάς κατάλαβαν ποιος ήταν ο Αληθινός Σταυρός.
«Δεν υπήρξε κανείς που τη συνάντησε και δε μαγεύτηκε από την
παρουσία της. Οι περισσότεροι συγκινήθηκαν βαθιά. Η αύρα της δεν αντανακλούσε
μόνο την ασυνήθιστη προσωπικότητά της, αλλά και όλα όσα είχε γίνει: μια
εξαιρετική και φωτισμένη γυναίκα, η οποία συνέχιζε να διοχετεύει μεγάλη ενέργεια
και δύναμη για να υποστηρίξει το χριστιανισμό».