Ο Στεφάν Ντομπρίν, πειραματόζωο κάποτε προκειμένου να μετατραπεί στην τέλεια φονική μηχανή, αναγεννιέται από τις στάχτες του και γίνεται ο χειρότερος εφιάλτης εκείνων που διέλυσαν τη ζωή του και δολοφόνησαν τον αδερφό του.
Η Ζάνα Λυμπέρη, στην προσπάθειά της να δραπετεύσει από την γκρίζα ζώνη της κοινωνίας, γίνεται ο λάθος άνθρωπος τη λάθος στιγμή και βρίσκεται στο επίκεντρο μιας αδυσώπητης σύγκρουσης.
Οι δρόμοι τους διασταυρώνονται αναπάντεχα όταν ο κύκλος της εκδίκησης ανοίγει, σε μια ξέφρενη διαδρομή από την Αθήνα ως την Αμερική και τα Καρπάθια Όρη. Ο πρώην αδίστακτος στρατιώτης με τη διαλυμένη ψυχή και η πρώην κλέφτρα που ποτέ δεν έπαψε να πιστεύει στα παραμύθια αναγκάζονται να χαράξουν μαζί την αιματηρή πορεία ως το τέλος του κύκλου, ακροβατώντας πάνω στο αόρατο νήμα που συνδέει τη ζωή με τον θάνατο, το φως με το σκοτάδι, την παράνοια με τη λογική, το μίσος με την αγάπη.
Εκείνος, η στάχτη. Εκείνη, η ζωή.
Οι δυο τους, θηρευτές και θηράματα σε μια ακατάπαυστη εναλλαγή ρόλων. Θα καταφέρει η αγάπη να γίνει το μαγικό κλειδί; Θα αντέξει το νήμα, ή θα κοπεί καθώς τα τέρατα επιμένουν να βρυχώνται;
«Θα σου δώσω, ωστόσο, μια ευκαιρία», άκουσε τον άντρα να της λέει μ’ εκείνη την ανατριχιαστικά βραχνή φωνή και με το πρόσωπό του σε απόσταση αναπνοής από το δικό της, ώστε να φαίνονται πεντακάθαρα όλες οι τρομακτικές του λεπτομέρειες. «Θα μου δώσεις ονόματα και διευθύνσεις. Θα μου πεις τα πάντα, χωρίς να παραλείψεις το παραμικρό. Κι όταν τελειώσω με όλους αυτούς, θα γίνεις εσύ ένας βρικόλακας που θα ξυπνάει μόλις πέφτει η νύχτα. Μια ζωντανή νεκρή. Κάπου αλλού, με άλλη ταυτότητα. Και με μια ονειροπαγίδα κρεμασμένη πάνω από το κρεβάτι σου, για να κρατάει μακριά τους εφιάλτες».
Αυτό ήταν.
Η Ζάνα ένιωσε χολή να της ανεβαίνει στο στόμα καθώς το στομάχι της άρχισε να τραντάζεται από τους σπασμούς. Τα πάντα σκοτείνιασαν γύρω της, και αισθάνθηκε το σώμα της να χαλαρώνει. Έκλεισε ήσυχα τα μάτια της και άφησε το κορμί της να πέσει προς τα πίσω.
Όλα ήταν καλύτερα τώρα.
Σκοτάδι πυκνό και λήθη.
Η λύτρωσή της κάποτε, η λύτρωσή της τώρα.
Δεν ήθελε να ξυπνήσει ποτέ.