“Στην αρχή, τα παιδιά του Γεντί Κουλέ ήταν φοβισμένα. Δεν διεκδικούσαν τίποτα έξω από τα σύνορά τους. Όμως στη συνέχεια, τα Κάστρα τους έδιναν δύναμη. Παρατηρούσαν πόσο αγέρωχα, στέρεα και περήφανα ήταν. Τα ένιωθαν σαν μέλη της οικογένειας. Τους μπόλιαζαν, τους έψηναν, τους άντρωσαν…
Αυτά τα καθαρόαιμα Ελληνόπουλα, ήταν μια ζυμωμένη ράτσα, φτιαγμένη από πρόσφυγες, χωριατόπουλα, νησιώτες κι άτομα από κάθε φωλιά του Ελληνισμού.
Πετούσαν σαν πουλιά που σώθηκαν από την πρoϊστορία. Γεννήθηκαν όλα από πεινασμένες κοιλιές….
Για μεγάλο διάστημα, στο Γεντί Κουλέ, ο χρόνος έμοιαζε σα να σταμάτησε. Σα να βρισκόταν η Άνω Πόλη σε βαθύ ύπνο. Ωστόσο στις ψυχές των παιδιών, χτιζόταν ένας ξεχωριστός κόσμος. Δυνατός, σκεπτόμενος, δημιουργικός…”