ΜΙΑ ΣΤΥΓΕΡΗ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ.
ΟΙ ΠΛΗΓΕΣ ΜΙΑΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΠΟΥ ΕΠΕΖΗΣΕ.
ΜΙΑ ΚΟΥΡΣΑ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ…
Η Άμπι Κόρμακ αφιέρωσε δέκα χρόνια της ζωής της στον αγώνα να φέρει ενώπιον της δικαιοσύνης τους στυγνότερους εγκληματίες στον κόσμο. Αποκαμωμένη πια, πιστεύει ότι τα έχει αφήσει όλα πίσω, ώσπου μια τρομερή πράξη βίας τινάζει τη ζωή της στον αέρα για άλλη μια φορά. Ο Μάικλ, ο εραστής της, δολοφονείται σε μια υπερπολυτελή βίλα στα παράλια της Αδριατικής, ενώ ο μόνος λόγος για τον οποίο γλιτώνει η ίδια είναι επειδή τη θεωρούν νεκρή. Τρομοκρατημένη και ολομόναχη, η Άμπι ορκίζεται να κάνει ό,τι περνά από το χέρι της για να τιμωρηθεί ο φονιάς του Μάικλ. Αλλά όταν η έρευνά της τη φέρνει σε επαφή με έναν από τους πιο διαβόητους νονούς των Βαλκανίων, δεν αργεί να συνειδητοποιήσει ότι ο αγαπημένος της δεν ήταν αυτός που νόμιζε. Είχε ξεθάψει ένα μυστικό – τη συνωμοσία σιωπής που καλύπτει μια αρχαία κληρονομιά προδοσίας και αίματος. Η Άμπι είναι πεπεισμένη ότι η αποκάλυψη του μυστικού θα την οδηγήσει στην αλήθεια. Αλλά πανίσχυροι εχθροί παρακολουθούν κάθε κίνησή της, κι αυτοί δε θα διστάσουν μπροστά σε τίποτα προκειμένου να διασφαλίσουν ότι τα μυστικά των νεκρών δε θα ανασυρθούν ποτέ στο φως…
“Τώρα, έχοντας φτάσει πια στο τέλος του βίου µου και καθώς κρυφοκοιτάζω τη θαµπή άβυσσο, δε γνωρίζω περισσότερα για το τι µου επιφυλάσσουν οι θεοί απ’ όσα όταν έσκυψα για πρώτη φορά πάνω από τα κάγκελα της κούνιας µου πριν από τόσα χρόνια. Ή απ’ όσα γνώριζα πριν από τέσσερις µήνες, ένα σκονισµένο αποµεσήµερο του Απρίλη στην Κωνσταντινούπολη, όπου άκουσα για ένα θύµα δολοφονίας που θα µου άλλαζε τη ζωή. Όση µου απέµενε ακόµα”.
“Πού είµαι; αναρωτήθηκε συγχυσµένη. Και την επόµενη στιγµή, µε σαφώς µεγαλύτερο τρόµο: Ποια είµαι;
Την κυρίεψε πανικός. Δοκίµασε να σηκωθεί και διαπίστωσε ότι ήταν αδύνατο. Ο πανικός διπλασιάστηκε• ξαφνικά, δεν µπορούσε να ανασάνει. Η καρδιά της χτυπούσε φρενιασµένα στο στήθος της, έτοιµη να εκραγεί. Το δωµάτιο σκοτείνιαζε γύρω της. Άρχισε να συστρέφεται σπασµωδικά, να παλεύει• της ξέφυγε µια κραυγή σαν κρώξιµο…”