Σηκώθηκα στα σκοτεινά. Η πραγματικότητα παραήταν μίζερη για μένα. Περιέγραφα το όνειρο που μόλις είχα δει:
Χτένισα τα μαλλιά μου κι έβαλα στο μάτια μολύβι. Εκείνος με είδε και γέλασε. Καθώς πλησίασε κοντά μου, εγώ έκανα τα πάντα για να του αρέσω. Μου είπε τρυφερά «Σε θέλω» κι ύστερα μου είπε «Σ’ αγαπώ». Κοίταξα όμως δίπλα κι ήμουν και πάλι μόνη. Ήθελα να τον κρατήσω, μα τον άφησα να φύγει χωρίς να πω λέξη.
«Έπρεπε να το πάρω απόφαση. Ο Νικήτας, ο μοναδικός έρωτας της ζωής μου, δε θα γινόταν ποτέ δικός μου.
»Έχωσα τα χέρια στις τσέπες του τζιν μου. Σαν από θαύμα κάτι έπιασα. Ένα σπασμένο τσιγάρο! Ό,τι είχα ευχηθεί. Μια πικρή γεύση που να συναγωνίζεται την πίκρα της καρδιάς μου! Κοίταξα γύρω για φωτιά. Δεν αμφέβαλα λεπτό πως θα έβρισκα. Την παρανομία την τραβούσα σαν μαγνήτης. Το φυσιολογικό με απεχθανόταν!»