Σπασμένο στα δυο το όνομά της, Νεφ-έλη. Νέφη και έλη! Δυο λέξεις, μια ζωή.
Το κεφάλι σε νέφη, τα πόδια σε έλη… Η Νεφέλη ζει στην Αθήνα με τα δυο παιδιά της, ενώ ο άντρας της εργάζεται στη Ρουμανία, όπου θα αποτελέσει για πολλοστή φορά στόχο μιας άλλης γυναίκας. Η Νεφέλη νιώθει βαθύ το χάσμα ανάμεσα στην ίδια
και στο σύντροφό της. Ένα χάσμα που κάποτε γεφυρώθηκε με πέτρα τη δική της ψυχή, όμως άλλη ψυχή δεν έχει.
Αποφασίζει να πάρει δυναμικά την κατάσταση στα χέρια της. Οπλίζεται με θάρρος για να αντεπεξέλθει στις δύσκολες και επώδυνες καταστάσεις που καλείται να αντιμετωπίσει, υιοθετεί θετική ματιά σε όσα φέρνει η ζωή στο δρόμο της και επιλέγει να διαχειριστεί με αισιοδοξία το μέλλον. Είναι αποφασισμένη να διαλύσει τα νέφη της ψυχής της και να αναδυθεί νικήτρια από τα έλη της ζωής. Θα παλέψει και θα τα καταφέρει!
Δεν της αντιστεκόταν, παραδοµένο τον τράβηξε απ’ το χέρι. Τον άπλωσε πάνω στο κρεβάτι,
σαν την ποντιακή κουβέρτα της µάνας της, µε χέρια ανοιχτά σε θέση παράδοσης. Κόλλησε
το στόµα πάνω στο δικό του, σκεπάζοντάς τον µε το σώµα της, ώρες του έρωτα απόκρηµνες
λέει ο Ελύτης, και γκρεµίστηκε, σαν λάβα κύλησε πάνω στο στέρνο του, ανάβοντας σπίθες εδώ κι εκεί,
καίγοντας ό,τι έβρισκε µπροστά της. Κάτι πήγε να της ψιθυρίσει, µα:
– Πρώτα νιώσε µε…, του έκλεισε το στόµα µε παλάµη ιδρωµένη, ξεκουµπώνοντας ένα ένα τα κουµπιά του πουκαµίσου του, ώσπου του το έβγαλε. Γυµνός, πρωτόγονος ο Φοίβος κάτω από το πουκάµισο το θαλασσί, ένα ένα της φανέρωνε τα απόκρηµνα και λεία του, νιώθοντας να πολλαπλασιάζεται ακριβώς την ώρα που χανόταν.
Τίποτα δεν του ζητούσε, µόνο του έδινε φιλιά αέρινα, λες και φιλούσε άνεµο…