«Σ’ αγάπησα τόσο πολύ», μονολόγησε. «Ήθελα να είμαι συνεχώς δίπλα σου.
Ήθελα να πετυχαίνεις σε κάθε σου προσπάθεια. Ποτέ δε θυσίασα τα όνειρά
σου για μια ζωή πιο εύκολη. Καιγόμουνα από φλόγα για δημιουργία ακόμα
και όταν αποτυγχάναμε, σε ήθελα και δε χόρταινα τα φιλιά, τα χάδια, τη
συντροφιά σου.
»Όταν σε ποθούσα, πέθαινα και ξαναγεννιόμουν μαζί. Γιατί μ’ άφησες;
Γιατί δε με πίστεψες; Αφού σου ανήκα. Ήθελα να είμαι μέρος από το δικό
σου κορμί και προσπαθούσα να μη σε συνθλίβω κάτω από το βάρος των
αισθημάτων και των αισθήσεών μου.
»Μου ’λεγες ότι ανασταίνεσαι μόλις μπεις στο σπίτι μας. Μου ’λεγες ότι
δεν μπορείς να συγκεντρωθείς και να δουλέψεις όταν είμαι λυπημένη. Μου
’λεγες ότι είμαι το καπρίτσιο σου. Γιατί καταστραφήκαμε; Πώς και
σκοντάψαμε τόσο εύκολα; Η αγάπη μας έμοιαζε σταθμός, ανάσα και καημός.
Γιατί, λοιπόν, μάτια μου; Γιατί;»
Ο Γιάννης και η Δανάη ήταν ένα ευτυχισμένο ζευγάρι με έντονη
κοσμοπολίτικη ζωή και επαγγελματικά όνειρα τόσο στην Ελλάδα όσο και
στο εξωτερικό. Οι δικές τους περιπέτειες, όπως και αυτών που τους
περιβάλλον, παντρεύονται με την αγάπη, τους αναγωνισμούς και τις ενοχές
τους. Βαθαίνουν στην ψυχή. Πλαταίνουν στις μικρότητες. Ο ψίθυρος όμως
της ερήμου και της στέπας τούς ακολουθεί και τους καθοδηγεί, έστω και
αν αυτοί ζουν, δημιουργούν και ερωτεύονται στο Παρίσι, τη Ρώμη ή την
πανέμορφη Σαντορίνη…