H ψυχή της μπορούσε να τον ξεχωρίσει ανάμεσα σε εκατομμύρια άλλους. Ήταν ο άντρας που θα πέθαινε γι’ αυτή. Tο άλλο μισό της. Ήταν εκείνος που για να τη συναντήσει περιπλανήθηκε αόρατος μέσα στους αιώνες αναζητώντας το σώμα που θα έδινε την ευκαιρία να πάρουν σάρκα και οστά τα όνειρά τους.
Kάτι τέτοιες νύχτες, βροχή από όνειρα πυρπολούσαν το νου και την καρδιά της Σοφίας. Όνειρα επίμονα που την ταξίδευαν σε ένα μακρινό παρελθόν και ζωντάνευαν στιγμές ανυπέρβλητα έξοχες που έζησε μαζί του.
Kάτι τέτοιες νύχτες, αυτός ο άντρας ερχόταν στον ύπνο της και της μιλούσε για μια αγάπη μοναδική, υπέροχη.
Kαι εκείνη, παγιδευμένη στο μαγικό δίχτυ του θεϊκού έρωτα, άφησε πίσω της μια σχέση ανθρώπινη, συνηθισμένη, για να αναζητήσει τα ίχνη του άγνωστου άντρα που τόλμησε να παραβιάσει τα σύνορα των δύο κόσμων για χάρη της.
Ποια σχέση, όμως, μπορεί να έχει μαζί του ο Kωνσταντίνος, μαθηματικός από τη Θεσσαλονίκη, που μετακόμισε μυστικά και ανεξήγητα στην Aθήνα; Kαι το αυτοκινητιστικό δυστύχημα που του συνέβη ήταν μοιραίο ή απλή σύμπτωση; Ή μήπως είχε καταφέρει ο αιώνιος αγαπημένος της να πάρει τη θέση του;
«Τώρα είχαν μείνει μόνοι… Ένας άντρας και μια γυναίκα. Δυο κορμιά που λαχταρούσαν στα κρυφά να αγαπηθούν· μα στην ουσία αποτελούσαν, χωρίς να το ξέρουν και οι ίδιοι, μια απέραντη, αόρατη συμπαγή ύλη, ένα παράξενο “εμείς”, που γέμιζε τον ενδιάμεσο χώρο των δύο κόσμων.
»Ο χορός των πνευμάτων ξεκίνησε θριαμβευτικά να ξετυλίγεται σαν θαύμα τριγύρω τους, από τη στιγμή που ο άντρας την αποκάλεσε με το πιο μαγικό από τα ονόματά της: “Μυρτώ”.
»Αγάπες που δε βολευόσαστε με τίποτα, που φεύγετε μακριά δείχνοντάς μας τις πλάτες, όταν κάτι αντιστέκεται στα μέτρα σας· αγάπες που όταν προδοθείτε, καταποντίζεστε στα μεθόρια του χωρισμού, καθώς να βρίσκεστε στο ανάμεσα δύο κυμάτων· αγάπες που ο χρόνος σάς αγγίζει, σας φιλάει, κερδίζει και χάνει την εύνοια της όχθης σας.
»Από την επόμενη στιγμή, ο χρόνος τους άρχισε να κυλάει γλυκά, σαν ρότα παραμυθιού, σαν νυχτερινό ταξίδι από την Kόλαση στον Παράδεισο.
»Καθώς την άγγιξε, οι πόρτες του κοινού τους ονείρου άνοιξαν διάπλατα η μία μετά την άλλη, αποκαλύπτοντας τα κρυφά δωμάτια των σπιτιών που άλλοτε κατοίκησαν μαζί οι ψυχές τους».