Μια ιστορία απαγορευμένης αγάπης που δε θα ήθελες να τελειώσει ποτέ
Στο παρεκκλήσι του Αποστόλου Παύλου στη Δαμασκό βρίσκουν νεκρό ένα μουσουλμάνο αξιωματικό. Όταν ο νεαρός και φιλόδοξος επιθεωρητής Μπαρουντί ζητά να ανακρίνει τη χήρα του, οι μυστικές υπηρεσίες τού αφαιρούν την υπόθεση. Όμως εκείνος συνεχίζει κρυφά τις έρευνές του. Κάποια ευρήματα τον οδηγούν στη Μάλα, ένα ορεινό χριστιανικό χωριό όπου οι δύο επιφανέστερες οικογένειες, οι καθολικοί Μούστακ και οι ορθόδοξοι Σαχίν, μισούνται θανάσιμα εδώ και τρεις γενιές.
Στη Δαμασκό δυο έφηβοι, ο Φαρίντ Μούστακ και η Ράνα Σαχίν, ερωτεύονται χωρίς να ξέρουν ότι θα έπρεπε να μισούνται. Όταν το μαθαίνουν είναι αργά. Περισσότερο κινδυνεύει η Ράνα, αφού η θεία της έχει ήδη εκτελεστεί από την οικογένειά της επειδή παντρεύτηκε μουσουλμάνο. Παρ’ όλα αυτά αρνείται να θυσιάσει τον έρωτά της και να υποταχθεί στη γυναικεία μοίρα της. Οι δυο ερωτευμένοι αποφασίζουν να ζήσουν μαζί υπό την απειλή του θανάτου, σε πείσμα της αντιπαλότητας των οικογενειών τους, αψηφώντας τις συντηρητικές κοινωνικές δομές και το διαφορετικό δόγμα. Όμως η σχέση τους θα δεχτεί το μεγαλύτερο πλήγμα από τις ιδεολογικές ανησυχίες του Φαρίντ. Εκείνος θα οδηγηθεί στη φυλακή και στην εξορία, εκείνη διά της βίας σ’ ένα γάμο και στην κατάθλιψη. Ο έρωτας είναι ένα λουλούδι που δυσκολεύεται ν’ ανθίσει. Αλλά ζωή σημαίνει έρωτας.
Ο Ραφίκ Σάμι υφαίνει με δεξιοτεχνία το οικογενειακό χρονικό τριών γενεών που καλύπτει σχεδόν έναν αιώνα, δημιουργώντας ολοζώντανους χαρακτήρες και μαγικές εικόνες. Ένα παραμύθι που δε θέλεις να τελειώσει. Ένα αριστούργημα.
«O Φαρίντ την κοίταξε κι εκείνη τη στιγμή χτυπήθηκε από το βέλος του έρωτα. Χρειάστηκε να πάρει μια βαθιά ανάσα για να μη σταματήσει η καρδιά του. Αναζήτησε το χέρι της κάτω από το τραπέζι, κι όταν το άγγιξε, η Ράνα ταράχτηκε για μια στιγμή μόνο κι έπειτα έσφιξε το δικό του. Για ένα λεπτό η γη σταμάτησε να γυρίζει και ο κόσμος έγινε ένα απέραντο ησυχαστήριο. Μόνο δυο άνθρωποι βρίσκονταν τούτη τη στιγμή στη Δαμασκό, κρατημένοι χέρι χέρι. Μια βαθιά σιωπή φτερούγιζε ανεπαίσθητα πάνω από τα κεφάλια τους. Ύστερα ο κόσμος επανήλθε, με θορύβους, τσάι και το γέλιο της φίλης».