Ανατύπωση και διασκευή από τα παλαιότερα βιβλία Το Χάραμα Μιας Ελπίδας και Η Γη της Ελπίδας.
Έρωτας, λάμψη, περιπέτειες, άγρια πάθη στις ιστορίες δυο νέων γυναικών. Κοινό στοιχείο τους η Αυστραλία.
Η Σοφία και ο Δημήτρης ταξίδεψαν με το ίδιο καράβι στη μακρινή ήπειρο το 1920. Διέσχισαν τους ωκεανούς σε ένα ταξίδι που θα άλλαζε τη ζωή τους. Εκείνος στην πρώτη θέση, γόνος γνωστής οικογένειας, επιθυμούσε να ξεφύγει από τα πολιτικά μίση. Εκείνη, κάτω στα αμπάρια, απελπιστικά φτωχή, λαχταρούσε να γλιτώσει από τη μιζέρια και να σώσει τα αδέρφια της. Η μοίρα τούς ένωσε και αγαπήθηκαν δυνατά, αν και ανήκαν σε άλλους κόσμους.
Πορεύτηκαν μαζί, με το όνειρο μιας καλύτερης ζωής.
Η Μαρία και η Χριστίνα, απόγονοί τους, επιστρέφουν σήμερα στην Ελλάδα. Ο έρωτας τις αγκαλιάζει και μέσα από αυτόν κερδίζουν το χαμογελαστό πρόσωπο της ζωής.
Στο θεσσαλικό κάμπο, ένα μυστήριο δένει το μεγαλοκτηματία Λάμπη με τους κληρονόμους του. Ποια η σχέση της νεαρής Ελληνοαυστραλέζας με τον Νίκο; Τι φοβούνται; Ποια κρυμμένα μυστικά τούς κυνηγούν; Τι έψαχνε ο Λάμπης τρέχοντας πάνω στο άλογό του; Ποια είναι η Ελένη και το πέπλο μυστηρίου που τη σκεπάζει; Το άγνωστο και τα δυνατά πάθη κυριαρχούν στον κάμπο, εκεί όπου η γη έχει ανάσα, έχει ψυχή…
Το βλέμμα της Σοφίας αγρίεψε. Ανακατεύτηκαν τα σωθικά της και υψώνοντας τα μάτια στον ουρανό έσφιξε τις γροθιές, ενώ μια βουβή κραυγή βγήκε από τα στήθη της.
«Εσύ εκεί πάνω δε μας βλέπεις; Δε μας λυπάσαι;» Έμπηξε τα νύχια στις παλάμες και αποφάσισε.
«Θα βγω σώα από αυτό το πλοίο, δε θα χάσω τα λογικά μου, θα νικήσω τη ζωή».
Έτσι όπως ατένιζε ψηλά, είδε στο πάνω κατάστρωμα έναν νέο να κοιτάζει προς τα κάτω. Φορούσε λευκό σακάκι και στο χέρι κρατούσε ένα πούρο.
Ήταν ψηλός, απόλυτα ξεχωριστός, όμορφος! «Οπτασία είναι», σκέφτηκε, «δεν υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι…»
Προχωρούσε με το άλογο και το κορμί της είχε γίνει ένα με το ζώο. Το φεγγάρι τούς συντρόφευε.
– Είσαι μαζί μου; τη ρώτησε. Δίπλα μου; Στα λάθη και στις επιτυχίες; Ήταν γεννημένος αρχηγός και εκείνη θα θυσίαζε τα πάντα για την αγάπη του.
– Κατάλαβα, έκανε ειρωνικά ο Λάμπης, θέλεις να σε παρακαλέσουν. Χάσιμο χρόνου! Κρίμα, νόμιζα πως ήσουν πιο ειλικρινής και ντόμπρα. Θα δείξει ποιος λοιπόν θα παρακαλέσει ποιον…
Ψηλά, μέσα στ’ αστέρια, ένα τρεμόπαιξε και έλαμψε.
Ο αέρας που κατέβαινε από την πλαγιά πήρε τα λόγια που αντιλάλησαν και τα ταξίδεψε…