Η ηρωίδα, Κοριάντερ Χόμπι, έχει μια θαυμαστή ιστορία να
διηγηθεί. Ζει κοντά στη Γέφυρα του Λονδίνου, δίπλα στον Τάμεση, σε μια σκοτεινή
εποχή, στα μέσα του 17ου αιώνα. Η Κοριάντερ είναι ξεχωριστή. Έχει κληρονομήσει
από τη νεράιδα μητέρα της το χάρισμα να προλέγει το μέλλον και ένα ζευγάρι
ασημένια παπούτσια που μπορούν να τη μεταφέρουν σε έναν κόσμο μαγείας. Ξαφνικά
όμως όλα αλλάζουν.
Κάτω από το φως εφτά κεριών –όσα και τα μέρη του βιβλίου–, η Κοριάντερ με την
απαλή φωνή της μιλά για την ασημένια σκιά της λατρεμένης της μητέρας, που έχει
μείνει πίσω μετά τον αιφνίδιο θάνατό της, και τον αναγκαστικό δεύτερο γάμο του
πατέρα της με την πουριτανή χήρα Μοντ Λεγκς. Όταν ο πατέρας της φυγαδεύεται από
την Αγγλία για να σωθεί η ζωή του, η Κοριάντερ βρίσκεται μαζί με την κόρη της
Μοντ, την Έστερ, στο απόλυτο έλεος της μητριάς της και του φανατικού ιεροκήρυκα
και συμβουλάτορά της Αράιζ Φελ. Εκείνοι την κλειδώνουν σε ένα σεντούκι για να
απαλλαγούν από την παρουσία της, μα η Κοριάντερ μεταφέρεται μαγικά από εκεί στον
ασημένιο νεραϊδόκοσμο της μητέρας της. Έκπληκτη, η κοπέλα μαθαίνει πως όλα όσα
της είχαν συμβεί τα υποκίνησαν δυνάμεις σκοτεινές και είναι στο χέρι της να
σώσει όσους αγαπά.
«Εκείνο το καλοκαίρι γεννήθηκε η αγάπη μου για τις
λέξεις και τις βελονιές. Κάτω από την ξινομηλιά, η μητέρα μου μου έμαθε το
αλφάβητο με πολλή καλοσύνη και υπομονή.
»Θέλει τέχνη να κρατάς την πένα· χάλασα πολλές κόλλες χαρτί και έχυσα κάμποσο
μελάνι μέχρι να καταφέρω να γράψω όλα τα γράμματα. Συχνά η πένα έβγαζε μελάνι
και μου χαλούσε όλη τη σκληρή δουλειά· δεν το άντεχα αυτό. Όμως, όταν όλα
πήγαιναν καλά, οι λέξεις μαζεύονταν πάνω στο χαρτί σαν λουλούδια στο λιβάδι μια
ηλιόλουστη μέρα».