Μια κηλίδα με κουκούλα ήταν
που αποτύπωσε η μηχανή μου
εκεί στη στροφή της οδού Ακαδημίας…
Βρισκόμουν πολύ κοντά της
και μου ’δωσε την ιδέα
να τη μεγαλώσω δοκιμαστικά
εγώ μία ασήμαντη φωτογράφος
σαν πόρνη να ψάξω την άλλη πλευρά
να μαντέψω πού έκρυβε το φόβο
Κείνη την ώρα έτρεμα θαρρώ
ωστόσο οι φλέβες μου σκληρές πάλλονταν
και ξεγύμνωναν τις ράφτρες
που φιλούσαν κοιλιές
και σκαρφάλωναν στα ραβασάκια
που έμπαιναν στις εκκλησιές
κι έβαζαν υποψηφιότητα
να ονοματίσουν της μάγισσας τα πανιά
που έδεσαν τα μάγια στο εσωτερικό
Κι ήμουν παρακινημένη
από μια ιδέα μέγιστης αλήθειας
καθώς κύλησα μέσα στην ύφανσή της
και πλησίασα το θρέμμα της
Τι σκηνικό!!!
Εγώ και τα μαλλιά μου
στριμωγμένα λίγο
στο μαύρο λάφυρο
να ονοματίζουμε στη διαπασών
την πανούργα καπελού
και η κηλίδα σκόρπια κάτω απ’ το τραπέζι
να χειροκροτεί την τιμή που πουλήθηκε
στην ώρα του αθεϊσμού