Πέντε ανθρώπινες ιστορίες.
Πέντε αξέχαστες ζωές.
Πέντε έρωτες.
Όλα δεμένα σε ένα εκπληκτικό μυθιστόρημα.
Πολωνία, Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος.
Ένας νεαρός αιχμάλωτος φαντάζεται τον εαυτό του να βγαίνει για να παίξει σε ένα ηλιόλουστο γήπεδο κρίκετ.
Στην αυλή ενός βικτοριανού πτωχοκομείου, ένας πατέρας ντρέπεται τόσο πολύ, που προσποιείται ότι δεν είδε τον γιο του.
Μια λεπτή κοπέλα βγαίνει από μια Σεβρολέτ με μια κιθάρα. Η φωνή της, όταν τραγουδά, προκαλεί ανατριχίλα.
Στρατιώτες και εραστές, γονείς και παιδιά, επιστήμονες και μουσικοί ρισκάρουν το σώμα τους και την καρδιά τους αναζητώντας μια σύνδεση, κάποιο κλειδί,
για να καταλάβουν τι μας κάνει αυτό που είμαστε.
Προκλητικό και βαθύ, το λαμπρό μυθιστόρημα του Σεμπάστιαν Φοκς ταξιδεύει στον χώρο και τον χρόνο για να εξερευνήσει το χάος που δημιουργεί η αγάπη,
ο χωρισμός και οι χαμένες ευκαιρίες.
Από τον πόνο και το δράμα αυτών των εξαιρετικά ιδιαίτερων ζωών αναδύεται μια μυστηριώδης παρηγοριά: η ευκαιρία να νιώσεις την καρδιά σου να χτυπά στη ζωή κάποιου άλλου.
Μερικές φορές όλη μου η ζωή μού φαίνεται σαν όνειρο.
Πότε πότε σκέφτομαι ότι την έζησε κάποιος άλλος στη θέση μου.
Τα γεγονότα και οι αισθήσεις, οι ιστορίες και τα πράγματα που με κάνουν αυτό που είμαι στα μάτια των άλλων, η λίστα των γεγονότων που απαρτίζουν τη ζωή μου…
Θα μπορούσαν να είναι δικά μου, θα μπορούσαν να είναι δικά σας.
Είμαι ένας ηθοποιός που παίζει έναν ρόλο που δεν έμαθε ποτέ καλά. Έχω σταθεί εδώ ίσως χίλιες φορές ως τώρα, με την πλάτη στο παράθυρο του μπαρ, το ποτήρι με την μπίρα μπροστά μου, ένα ελαφρύ τζετ-λαγκ, ένα παλιό δερμάτινο τζάκετ.
Και ποτέ δε βγαίνει νόημα.
Έτσι, όταν τελικά έρθει η ώρα μου να κατεβώ σε κείνο το σκοτάδι, το σκοτάδι των μαύρων παρασκηνίων, δε χρειάζεται να με κλάψει κανείς ή να στενοχωρηθεί. Γιατί νομίζω ότι, είτε μας αρέσει είτε όχι, είμαστε
όλοι μας σ’ αυτή τη φάση για πάντα.