“Όταν έφτασα στο Παρίσι το 1954, είχα εμπειρικές γνώσεις αλλά καμία σοβαρή γνώση πάνω στην
τεχνολογία. Είχα μεγάλη περιέργεια για ό,τι αφορούσε τη γλυπτική αλλά και την πολιτική και είχα
τον ενθουσιασμό ενός παιδιού. Εκείνη την εποχή, καλλιτέχνες απ’ όλα τα μέρη του κόσμου έρχονταν
στο Παρίσι με σκοπό να δημιουργήσουν ένα πρωτότυπο, επαναστατικό, ακόμα και εξωφρενικό έργο,
προκειμένου ν’ αποκτήσουν μια θέση στην αγορά της τέχνης. Αυτή η κατάσταση, που κράτησε μέχρι
τα τέλη της δεκαετίας του ’60, ενθάρρυνε τις έρευνες των καλλιτεχνών. Δεν κλεινόσουν να δουλέψεις
μόνος στη γωνιά σου· τα πάντα συνέβαιναν στα καφενεία, όπου συναντούσα τον Σότο, τον Ιβ Κλάιν,
τον Τενγκελί. Υπήρχε μια συλλογική ελπίδα: οι ανακαλύψεις ήταν αποτέλεσμα ατελείωτων συζητήσεων
και κάθε καλλιτέχνης όφειλε να εντυπωσιάσει τον περίγυρό του με την εφευρετική του ιδιοφυΐα.
Καθένας από μας επεξεργαζόταν προτάσεις, είτε οπτικές είτε μηχανικές, που ήδη είχαν έναν απόηχο
στον επιστημονικό τομέα. Φυσικά, η πατρότητα της μιας ή της άλλης ιδέας προκαλούσε πάμπολλους
καβγάδες· πάνω σ’ αυτό, ο Πικάσο -που συχνά κατηγορήθηκε ως “κλέφτης ιδεών”- απαντούσε ότι οι
ιδέες ανήκουν σ’ όλο τον κόσμο και ότι ο πραγματικός δημιουργός είναι αυτός που τις πραγματοποιεί”.
Τάκις, 1993