Ο ΕΛΛΗΝΟΪΤΑΛΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ

  • Την 1η Σεπτεμβρίου 1939, όταν τα γερμανικά στρατεύματα εισέβαλαν στην Πολωνία και ξεκίνησε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, η Ελλάδα βρισκόταν σε αναζήτηση της διεθνούς της θέσης. Το φασιστικό καθεστώς του Ιωάννη Μεταξά παρά τις γερμανόφιλες ροπές του είχε επιλέξει για ιστορικούς και οικονομικούς λόγους την προσέγγιση με την Αγγλία. Η συμμετοχή ή όχι σ’ αυτό τον μεγάλο πόλεμο είχε διαφορετικά χαρακτηριστικά από αυτά που υπήρχαν στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η Ελλάδα δεν είχε αλυτρωτικές επιδιώξεις όπως αυτές της δεκαετίας του 1910. Παρέμεναν ανοιχτά τα ζητήματα των Δωδεκανήσων, της Βόρειας Ηπείρου και της Κύπρου αλλά μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή η πολιτική που είχε υιοθετηθεί από τις ελληνικές κυβερνήσεις ήταν η ήπια διεκδίκηση των εθνικών συμφερόντων. Εκτός των άλλων οι τρεις αυτές περιοχές άνηκαν σε τρεις διαφορετικές χώρες. Σημαντικός παράγοντας ήταν επίσης και τα οικονομικά της Ελλάδας που προσπαθούσε να ορθοποδήσει μετά την κρίση του 1932.

                Όταν τον Ιούνιο του 1940 η Ιταλία κήρυξε τον πόλεμο στους συμμάχους άρχισε να διαφαίνεται πιο έντονα το ενδεχόμενο μια ιταλικής επίθεσης προς την Ελλάδα ή τη Γιουγκοσλαβία. Μια ενδεχόμενη επίθεση προς την Ελλάδα θα μπορούσε να αιτιολογηθεί ως επίθεση προς σύμμαχο χώρα της Αγγλίας. Η τελευταία πάντως, παρά τις επίμονες προσπάθειες της κυβέρνησης Μεταξά δεν είχε αναλάβει καμιά συμβατική υποχρέωση προς την Ελλάδα. Τα γεγονότα της δολοφονίας του αλβανού φύλαρχου Νταούτ Χότζα και ο τορπιλισμός της Έλλης κλιμάκωσαν την ένταση μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας. Η επίθεση εναντίον της Ελλάδας είχε αποφασιστεί στις 15 Οκτωβρίου 1940 σε σύσκεψη που πήραν μέρος ο Μουσολίνι, ο Τσιάνο, ο αρχηγός του γενικού επιτελείου στρατού και άλλοι.

                Σε ποιο βαθμό όμως ήταν έτοιμη η Ελλάδα να αντιμετωπίσει μια ιταλική εισβολή; Από τον Απρίλιο του 1939 και τη στρατιωτική παρουσία της Ιταλίας στην Αλβανία η ελληνική κυβέρνηση και το γενικό επιτελείο στρατού άρχισε να βλέπει ότι το αμυντικό δόγμα που είχε ακολουθήσει δεν λάμβανε σοβαρά υπόψη το ενδεχόμενου ενός ελληνοϊταλικού πολέμου. Η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία της χώρας προετοιμαζόταν περισσότερο για ένα πόλεμο με τη Βουλγαρία ή έβλεπε μια ενδεχόμενη σύρραξη στα πρότυπα του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου. Επίσης ακολουθούσε τη γαλλική τακτική των οχυρωματικών έργων που ανταποκρινόταν στο δόγμα της αμυνόμενης χώρας κυρίως όμως στα ελληνογιουγκοσλαβικά και τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα. Μεταπολεμικά ο στρατηγός Αλέξανδρος Παπάγος θα επιρρίψει τις ευθύνες στην πολιτική ηγεσία. Σημαντικές ήταν όμως και οι ευθύνες της στρατιωτικής ηγεσίας.

                Τα παραπάνω κάνουν ακόμη πιο σημαντικές τις επιτυχίες του ελληνικού στρατού στο αλβανικό μέτωπο. Στις 28 Οκτωβρίου 1940 ο ιταλός πρεσβευτής Γκράτσι παρέδωσε τελεσίγραφο στον έλληνα πρωθυπουργό Ιωάννη Μεταξά που ζητούσε από την Ελλάδα την ελεύθερη διέλευση των ιταλικών στρατευμάτων από το έδαφός της, πράγμα που σήμαινε στην πράξη την κατάληψη της χώρας από τους Ιταλούς. Ο δικτάτορας Μεταξάς αντιλαμβανόμενος το δημόσιο αίσθημα και σταθμίζοντας τα υπέρ και τα κατά είπε το περίφημο «ΟΧΙ», εξασφαλίζοντας κατά ένα μέρος τη υστεροφημία του.

                Στην πρώτη φάση του πολέμου και με άνιση κατανομή των δυνάμεων ο ελληνικός στρατός αμύνεται του πατρίου εδάφους  και σταδιακά ανακτά εδάφη που είχε κατακτήσει ο ιταλικός στρατός. Στις 2 Νοεμβρίου βομβαρδίζονται τα Ιωάννινα. Από τις 6 έως τις 12 Νοεμβρίου οι ελληνικές δυνάμεις σταθεροποιούν το μέτωπο κοντά στα ελληνοαλβανικά σύνορα καθηλώνοντας τις ιταλικές δυνάμεις.

                Στις 14 Νοεμβρίου 1940 με τη διαταγή του Ελληνικού Στρατηγείου ξεκινά η αντεπίθεση των ελληνικών δυνάμεων σε όλο το μέτωπο από τα παράλια της Θεσπρωτίας έως τις Πρέσπες. Στα τέλη Δεκεμβρίου ο ελληνικός στρατός έχει απωθήσει τα ιταλικά στρατεύματα έως και 50 χιλιόμετρα εντός του αλβανικού εδάφους.

    Στην δεύτερη φάση του πολέμου από τον Ιανουάριο ως τον Απρίλιο του 1941 οι Έλληνες κατορθώνουν να προελάσουν μέσα στο αλβανικό έδαφος και να αντιμετωπίσουν με επιτυχία την μεγάλη εαρινή επίθεση που επόπτευσε ο ίδιος ο Μουσολίνι και κατέληξε σε πανωλεθρία του ιταλικού στρατού. Παράλληλα βρετανικές δυνάμεις αποβιβάζονται στον Πειραιά προς ενίσχυση των ελληνικών δυνάμεων. Εν τω μεταξύ ο Ιωάννης Μεταξάς πεθαίνει στις 29 Ιανουαρίου και πρωθυπουργός αναλαμβάνει ο Ιωάννης Κορυζής.

                Στις 6 Απριλίου ο Γερμανός πρεσβευτής στην Αθήνα ανακοινώνει στον Κορυζή ότι γερμανικές δυνάμεις θα εισέλθουν στο ελληνικό έδαφος για την εκδίωξη των Άγγλων. Τα γερμανικά στρατεύματα επιχειρούν ταυτόχρονα σε Γιουγκοσλαβία και Ελλάδα. Ο ελληνικός στρατός αντιστέκεται. Μετά την κάμψη του γιουγκοσλαβικού μετώπου τα πράγματα έγιναν πολύ δύσκολα  αλλά η αντίσταση των ελλήνων στη γραμμή Μεταξά ήταν ηρωική. Στις 27 Απριλίου η γερμανική σημαία υψώνεται στην Ακρόπολη  και στις 30 Απριλίου ορκίζεται στην Αθήνα η κυβέρνηση δοσιλόγων του Τσολάκογλου. Οι Έλληνες μαζί με τους Γερμανούς έβλεπαν και τους ηττημένους Ιταλούς να παρελαύνουν ως νικητές. Ήδη από τις 23 Απριλίου ο Βασιλιάς, η κυβέρνηση Τσουδερού έχουν εγκαταλείψει την Αθήνα  για την Κρήτη όπου θα συνεχιστούν οι μάχες μέχρι τις 30 Μαΐου 1941. Από εκεί και ύστερα μια άλλη σημαντική περίοδος, αυτή της Κατοχής και της Αντίστασης.

                Η σημασία του ελληνοϊταλικού πολέμου ήταν ότι η νίκη επί των Ιταλών, από ένα τοπικό πολεμικό επεισόδιο διεθνοποιήθηκε αφού οι ελληνικές επιτυχίες ήταν η πρώτη νίκη κατά δυνάμεων του Άξονα. Σ συμβολικό αλλά και σε επιχειρησιακό επίπεδο σηματοδότησε αλλαγές στη στρατηγική και των δύο πλευρών.

    Δ. Στ.